Το να επισκεφθεί κάποιος το 18ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Αντωνίου Λεμεσού, να παρακολουθήσει από μια γωνιά τους μαθητές και στην τάξη και στο διάλειμμά τους, να ψηλαφίσει κάθε στιγμιότυπο της καθημερινής ρουτίνας του σχολείου, είναι μια εμπειρία συγκλονιστική. Και πραγματικά ένιωσα αυτό το συγκλονισμό όταν βρέθηκα στο σχολείο την περασμένη βδομάδα, σε μια αποστολή, να καταγράψω το πώς λειτουργεί ένα δημοτικό σχολείο, όπου οι μαθητές είναι μισοί-μισοί περίπου, 57 Ε/κ και 46 Τ/κ.
Πώς να μην σε συγκλονίσει το γεγονός ότι σε μια μοιρασμένη πατρίδα, τα παιδιά των δύο πλευρών επιμένουν να μορφώνονται μαζί στα ίδια θρανία, να παίζουν στην ίδια αυλή, να πίνουν νερό από την ίδια βρύση, να χαίρονται την καθημερινότητά τους και τη φιλία τους; Πώς να μην συγκλονίσει το γεγονός ότι τη στιγμή που κάποιοι επιμένουν να υποστηρίζουν πως αυτές οι δύο κοινότητες δεν μπορούν να ζήσουν μαζί, άρα θα πρέπει να τις κρατήσουμε χώρια, στο 18ο δημοτικό σχολείο της Λεμεσού να βλέπεις τον Ανδρέα αγκαλιασμένο με τον Οζγκιούρ να τρέχουν για να νικήσουν τους «αντιπάλους», τον Γιάννη με τον Αχμέτ; Να βλέπεις την Ελένη να κάθεται στο ίδιο παγκάκι με την Αϊσιέ και να απολαμβάνουν την κουβέντα και το πρόγευμά τους;
Πώς να μην συγκλονιστείς όταν βλέπεις αυτά τα παιδιά να τρέχουν, να φωνάζουν, να κυλιόνται στην αυλή, αλλά να μην αναγνωρίζεις ποιοι από αυτούς είναι Ελληνοκυπριόπουλα και ποιοι Τουρκοκυπριόπουλα; Πώς να μην συγκλονιστείς όταν ακούς τα παιδιά να τραγουδάνε στην ίδια χορωδία και να μην ξεχωρίζεις ποιος είναι ο ένας και ποιος ο άλλος; Είναι να μην συγκλονιστείς όταν ακούς πως ο Ανδρέας και η μητέρα του, πήγαν σήμερα στο σπίτι του Αλί να δουν γιατί δεν ήρθε στο σχολείο, αν είναι άρρωστος, αν χρειάζεται κάποια βοήθεια;
Την λεπτομέρεια της όλης λειτουργίας και λειτουργικότητας του σχολείου, την περιγράψαμε στη χθεσινή μας έκδοση. Αυτό που κρατάμε είναι το μήνυμα που πήραμε από την επίσκεψη μας. Και αυτό το μήνυμα δεν ήταν καθόλου στημένο ή προγραμματισμένο. Δεν μας το απήγγειλαν τα παιδιά, δεν μας το ζωγράφισαν, δεν μας το τραγούδησαν, δεν μας το φώναξαν συνθηματικά. Απλά, χωρίς καν να το υποψιαστούν, μας το άφησαν να περάσει στο μυαλό και στην καρδιά. Χωρίς καν να αισθανθούν την παρουσία μας, με την κάθε κίνησή τους μέσα και έξω από την τάξη, μας έλεγαν: Αυτό είναι το σχολείο μας, αυτή είναι η πατρίδα μας και μαζί μπορούμε και να μορφωθούμε και να ζήσουμε.
Οταν κανείς επισκεφθεί αυτό το σχολείο δεν μπορεί παρά να ταρακουνηθεί, συνειδητοποιώντας πως τίποτα δεν υπάρχει που να χωρίζει τα Ελληνοκυπριόπουλα από τα Τουρκοκυπριόπουλα. Θα ήταν όμως μεγάλη παράλειψή μας εάν μέσα απ’ όλα αυτά δεν αναγνωρίζαμε τον πρωταρχικό, τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζουν η διεύθυνση και το διδασκαλικό προσωπικό του σχολείου. Αυτοί οι άνθρωποι πίστεψαν και αγάπησαν αυτό που κάνουν και αυτό φαίνεται σε κάθε στιγμή, είτε μέσα στην τάξη, είτε έξω απ’ αυτήν. Ενα μεγάλο «Μπράβο» αναλογεί και στους γονείς, αυτούς που με το παράδειγμά τους, δείχνουν το δρόμο της πολυπόθητης επανένωσης και συμβίωσης.
Ολοι αυτοί, παιδιά, δάσκαλοι, γονείς, ίσως να είναι και οι μοναδικοί που δεν χρειάζονταν την εγκύκλιο του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού για καλλιέργεια κουλτούρας, συμφιλίωσης, αλληλοσεβασμού και εμπιστοσύνης. Αυτοί ήδη νιώθουν και είναι συμφιλιωμένοι, αυτοί σέβονται, κατανοούν και εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο. Αυτοί το μόνο που έχουν να σχολιάσουν για την εγκύκλιο είναι τούτο: Μακάρι να μην την χρειάζονταν ούτε και τα άλλα σχολεία!