Ο υπουργός Παιδείας Ανδρέας Δημητρίου δεν είπε τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο στην επίμαχη εγκύκλιο του για την ονομαστική εορτή του Μακαρίου απ’ ότι ο προκάτοχος του αείμνηστος Πεύκιος Γεωργιάδης. Οι αναφορές τότε και τώρα σε παράνομες ομάδες που συνέβαλαν στην τραγωδία της Κύπρου είναι οι ίδιες, με εξαίρεση κάποιες φραστικές διαφορές. Το πιο θλιβερό είναι ότι κάποιοι που έσπευσαν να πετροβολήσουν τον υπουργό (όπως π.χ. ο Αρχιεπίσκοπος) δεν διάβασαν την εγκύκλιο του αλλά λόγω κεκτημένης ταχύτητας έσπευσαν να την στηλιτεύσουν. Η έσχατη υποκρισία προέρχεται από κάποιους κύκλους του ΕΥΡΩΚΟ που αίφνης αγάπησαν τον Μακάριο ενώ είναι γνωστός ο βίος και πολιτεία μερικών, μερικών που πολεμούσαν λυσσαλέα τις προσπάθειες του Μακαρίου να ενισχύσει το ενιαίο κράτος πριν την προδοσία του ’74.Το ίδιο λυσσαλέα πολεμούν τώρα και την απόφαση για ομοσπονδιακή λύση. Μέγιστη υποκρισία εντοπίζεται και σε κάποια στελέχη του ΔΗΚΟ τα οποία ούτε ενοχλούνταν ούτε και δυσφορούσαν όταν ο αείμνηστος Πεύκιος προέβαινε σε παρόμοιες αναφορές. Ούτε όταν άλλοι έγραφαν ή κατάγγελλαν για τις δολοφονίες που οργάνωσαν και εκτέλεσαν παραστρατιωτικές ομάδες. Τα βιβλία του Σπύρου Παγεωργίου βρίθουν από τέτοια εγκλήματα και δολοφονικές απόπειρες. Με στοιχεία και έγγραφα, με αναφορές που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανένα, γιατί ένα μεγάλο μέρος του αρχείου της ΕΟΚΑ Β’ περιήλθε στα χέρια του ως ένας εκ των προπαγανδιστών της τότε παράνομης οργάνωσης. Πριν λίγες μέρες ετάφη με τιμές και δάφνες ένας ιερωμένος του οποίου το μητρώο δεν ήταν και τόσο άσπιλο. Η χαροκαμένη Αγαθονίκη Παπαλαζάρου με τον Παπαλάζαρο της σταυροκοπήθηκαν και έκλαψαν ξανά. Ανακάλεσαν πικρές μνήμες και θυμήθηκαν το σπλάχνο τους τον 15χρονο αμούστακο τότε Κυριάκο που έπεφτε από βόλι αδελφικό μέσα (φευ) στον οίκο του Θεού. Τη Μητρόπολη Πάφου. Τέτοια ανανδρία. Αυτοί όλοι οι υποκριτές και οι Φαρισαίοι δεν λιθοβολούν τον υπουργό Παιδείας ο οποίος αναφέρθηκε στα αυτονόητα. Λιθοβολούν τις μνήμες όλων μας. Λιθοβολούν τους αθώους νεκρούς θύματα, λιθοβολούν και την ίδια την Ιστορία.
Της ΑΝΔΡΟΥΛΑΣ ΓΚΙΟΥΡΩΦ – ΧΑΡΑΥΓΗ