Μαρία Σουτζιή Αντρέου
Εκπαιδευτικός – Μέλος Προοδευτικής Κίνησης Δασκάλων και Νηπιαγωγών
Στα Κάτω Πολεμίδια, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, την ώρα που κυκλοφορούν κουκουλοφόροι και βρικόλακες, ομάδα νεαρών σε παλιό Τουρκοκυπριακό νεκροταφείο σπάνε τάφους ξυπνούν τα κόκαλα και τις ψυχές των νεκρών…δεν ξέρω αν μετά το θάνατο οι ψυχές μας έχουν εθνικότητα, Μακαριότατε.
Στις ειδήσεις τα είπαμε απλά «νεανική παραβατικότητα» ούτε βαρβαρότητα, ούτε ιεροσυλία. Εξάλλου ο κ. Ρ. Ερωτοκρίτου μας προειδοποίησε: σπείραμε ανέμους και θα θερίσουμε θύελλες. Εμπιστεύομαι αυτά που λέει γιατί κάτι ξέρει.
Τι είναι τελικά ιστορία
Προσπαθώ να θυμηθώ τι διδάχθηκα τα 12 χρόνια της εκπαίδευσης μου στο Ελληνοκυπριακό σύστημα εκπαίδευσης όσο αφορά την δική μας κυπριακή ιστορία και την ιστορία των άλλων λαών και με λύπη μου διαπιστώνω πως ότι γνωρίζω, το έμαθα εκτός σχολείου ή πολύ αργότερα όντας η ίδια εκπαιδευτικός. Και αυτό συμβαίνει σχεδόν με όλους όσους συναναστρέφομαι στο χώρο της δουλειάς μου, στο δημόσιο σχολείο.
Η επανάσταση του 1821, το έπος του1940, ο απελευθερωτικός αγώνας του 55-59.
Η προσέγγιση και στους τρεις αυτούς μεγάλους ιστορικούς σταθμούς ήταν η ίδια. Μια ιστορία τεράστια, που προκαλεί ρίγη συγκίνησης και δέους, γεμάτη ηρωισμούς και μεγαλείο. Μια ιστορία αδιαμφισβήτητη, αναλλοίωτη, χωρίς αδυναμίες , μέχρι τέλους διασαφηνισμένη έτσι που να θεωρείται αμαρτία η όποια αμφιβολία. Τα γεγονότα έγιναν έτσι γιατί έπρεπε να γίνουν, λες και υπάρχει ένα έξω από δω χέρι Άγιο που τα οδηγεί. Και η εστίαση γινόταν πάντοτε με τρόπο που να νιώθουμε άμεμπτοι, δυνατοί, δίκαιοι αλλά δυστυχώς θύματα ξένων επιβουλεύσεων. Ήρωες ή μάρτυρες αυτός ήταν ο ρόλος μας.
Πέρασα τον περισσότερο χρόνο στην έχτη Δημοτικού διαβάζοντας τις βιογραφίες ενός εκάστου ήρωα της Ελληνικής επανάστασης και το μάθημα της Τέχνης ήταν ειδικά αφιερωμένο στην αντιγραφή των ηρώων του 21 από μεγάλες αφίσες που υπάρχουν ακόμα στα σχολεία μας. Βλοσυροί, δυνατοί, με σπαθιά και γαϊτάνια, λίγο Τούρκοι στη φάτσα, μου ενέπνεαν αισθήματα περηφάνιας, ασφάλειας.
Οι ιστορικές αλήθειες που διδαχτήκαμε ήταν ξεκάθαρες και στέρεες: Υπήρχε μια Μεγάλη Χριστιανική Ελλάδα που έφτανε μέχρι το Βόσπορο. Ώσπου έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους παρόλη την ηρωική αντίσταση του αυτοκράτορα μας και του Ελληνικού λαού. …..Μαρμαρωμένοι βασιλιάδες, ψάρια που ζωντάνευαν ενώ τηγανίζονταν, η Παναγία να περιφρουρεί τα τείχη, όλα αυτά στην παιδική μου συνείδηση γίνονταν ένα και ποσώς με ενδιέφερε που ξεκινούσε ο θρύλος και που σταματούσε η ιστορία..
Και ακολούθησαν τα 400 μαύρα, δίσεχτα χρόνια της σκλαβιάς. Με τους παπάδες «αλτρουιστικά» να σηκώνουν το βάρος της διαφύλαξης της πίστης και της μόρφωσης των Ελληνοπαίδων. Ώσπου ξεσηκώθηκε το γένος και αποτίναξε τον Τουρκικό ζυγό και γίναμε ελεύθερη χώρα.
Πρόσφατα μάθαμε πως την Εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχαν σχολεία Κοινών γραμμάτων και σχολεία Ελληνικών γραμμάτων. Μεγαλώσαμε τώρα και πως να το χωνέψουμε αυτό; Τι ωραία ποιήματα υπάρχουν για αυτό το κρυφό σχολείο! Τι ρομαντισμός : τα κεριά, ο φόβος, το σκοτάδι…..
Απογοητεύτηκα αφάνταστα όταν, όντας μεγάλη πια, έμαθα πως στην τελευταία μάχη της επανάστασης με τον Καραϊσκάκη νικηθήκαμε και έπεσε η Ακρόπολη. Ποτέ δε φαντάστηκα πως η έκβαση της επανάσταση κρίθηκε σε Ευρωπαϊκά σαλόνια με ένα σχέδιο των μεγάλων δυνάμεων που το επέβαλαν με το ζόρι στην Τουρκία. Οι Έλληνες, όντας ηττημένοι και στη δίνη ενός εμφυλίου δεν μπορούσαν να έχουν άποψη. Νόμιζα πως η απελευθέρωση ήταν άμεση και πλήρης σχεδόν μέχρι το Βόσπορο. Ενώ τελικά, μετά από τόσο αίμα ελευθερώθηκε ένα αλωνάκι και μας έστειλαν οι προστάτες και ένα Βαυαρό βασιλιά να «το προσέχει». Αν γίνονταν σήμερα όλα αυτά εμείς θα αλλάζαμε το ρουν της ιστορίας. Θα λέγαμε «Όχι»!!! Σοκαρίστηκα όταν έμαθα για τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, το στραγγαλισμό του Οδυσσέα Ανδρούτσου από τους δικούς μας, την ομολογία του Παλαιών Πατρών Γερμανών στα απομνημονεύματα του ότι στις 25 του Μάρτη του 1821 ήταν στα Καλάβρυτα κι όχι στην Αγία Λαύρα, τη συκοφάντηση του Υψηλάντη, την εξορία της Μαντώ Μαυρογένους, τη δίκη του Μακρυγιάννη για συνομωσία… ….Ανατρίχιασα όταν έμαθα πως πριν την καταστροφή των Ψαρών προηγήθηκε η πολιορκία της Τριπολιτσάς: «Επί τρεις μέρες οι Έλληνες σφάγιαζαν τους άμαχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες , τα παιδιά και τα βρέφη, αφού προηγουμένως βίασαν, βασάνισαν, έκαψαν και λεηλάτησαν». «Το ασκέρι που ήτο μέσα το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή ως Κυριακή γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάντα δύο χιλιάδες. Το άλογο μου από τα τείχη εώς τα σαράγια δεν επάτησε γη…»Ημερολόγιο Θ. Κολοκοτρώνη. Εγώ πάντα πίστευα πως τις πολιορκίες και τις σφαγές τις έκαναν οι Τούρκοι. Τριάντα δύο χιλιάδες άμαχοι είναι πολλοί; Να χαρώ ή να ντραπώ γι αυτό;
Ειδικά για την Κύπρο το μόνο που θυμάμαι να διδαχθήκαμε για όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν για τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό μέσα από την 9η Ιουλίου του Β.Μιχαηλίδη.
Για την καθημερινή ζωή, για τον τρόπο οργάνωσης της ζωής των απλών ανθρώπων, για ήθη, έθιμα, τη διοίκηση, τον πολιτισμό αυτών των χρόνων ούτε λέξη.
Το 40 ήταν σκεπασμένο με το ηρωικό ΟΧΙ του Μεταξά. Και δώστου να ανεβάζουμε επί σκηνής δραματάκια με τον Ιταλό πρόξενο και το μεγάλο αρχηγό και να ανεμίζουμε σημαιούλες ότι πήραμε το Αργυρόκαστρο και πάμε παραπέρα.. Τι ήταν το Αργυρόκαστρο δεν έμαθα τότε ούτε και με ένοιαζε. Χρόνια αργότερα έμαθα ότι ο αγώνας των Ελλήνων του 40 ήταν ενάντια στο φασισμό και όχι απλά στους Ιταλούς μακαρονάδες . Ότι στην Ελλάδα παίχτηκε ένα από τα επεισόδια του έργου που ονομαζόταν Β΄Παγκόσμιος πόλεμος. Η γενοκτονία των Εβραίων, των τσιγγάνων των κομμουνιστών, Το Άουσβιτς, το Νταχάου, οι φούρνοι, ο άκρατος αρρωστημένος εθνικισμός, η αντίσταση των λαών ενάντια στο πόλεμο, οι τεράστιες θυσίες – όλα αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα. Κι ακόμα χειρότερα, τον ούτω καλούμενο εμφύλιο που ακολούθησε με τις εξορίες, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες, την υποταγή στους ξένους, τις δηλώσεις φρονημάτων τα έμαθα παρεμπιπτόντως, τυχαία, μέσα από τα ποιήματα του Ρίτσου, τα διηγήματα του Λουντέμη. Δεν είχε τα κότσια η σχολική ιστορία να συμπεριλάβει αυτό το κομμάτι της .
Να ομολογήσω ακόμα μια αλήθεια: χαιρόμουν πολύ όταν γιορτάζαμε τις εθνικές επετείους, τις ένιωθα σαν λαϊκό ξεφάντωμα: «Ευτυχώς που ήρθαν οι εχθροί, οι βάρβαροι … αποδείξαμε τον ηρωισμό μας». Δεν είχα αναπτύξει απέχθεια για τον πόλεμο ούτε βέβαια αντισώματα . Μου άρεσε που μας είχε δοθεί η ευκαιρία να πολεμήσουμε και να δοξαστούμε!!!.
Μετά το 55-59. Το αντάρτικο, ο αγώνας ενάντια στον Άγγλο αποικιοκράτη. Η αφίσα του Γρίβα και του Μακάριου δίπλα δίπλα πάνω στα παράθυρα του σχολείου!. Προσπαθούσαν οι δάσκαλοι να τους ταιριάξουν, να εξωραίσουν τις διαφορές τους, να τους αγιοποιήσουν. Είχαν όντως κοινούς σκοπούς αυτές οι ιστορικές φιγούρες ή προσπάθησαν οι μετέπειτα να τους κατασκευάσουν; Και γιατί αμέσως μετά ο ένας έκανε αλλεπάλληλες προσπάθειες εξόντωσης του άλλου. Ακόμα και σήμερα τόσα χρόνια μετά φοβάμαι να ρωτήσω αν ο αγώνας της ΕΟΚΑ είχε και την «κρυφή του όψη», αν ήταν όντως καθολικός και λαϊκός, αν είχε και άλλους σκοπούς εκτός από αυτόν της αποτίναξης του Αγγλικού ζυγού . Και γιατί η αριστερά που ήταν ίσως η μεγαλύτερη δύναμη του τόπου διαφώνησε με αυτόν; Θα μπορούσε αυτός ο αγώνας να γινόταν με ένα άλλο τρόπο, για παράδειγμα να αντισταθούμε όπως ο Γκάντι στην Ινδία;!. Η Μάλτα πως τα κατάφερε χωρίς ΕΟΚΑ να απελευθερωθεί και μάλιστα πραγματικά χωρίς βάσεις και εγγυήσεις; Όλες αυτές οι σκέψεις στην Κύπρο είναι άκρως επικίνδυνες και μη πατριωτικές.
Και όσο αφορά την κατάληξη αυτού του αγώνα, την ανεξαρτησία της Κύπρου, ήταν τελικά αυτό που θέλαμε; Μεγάλωσα με τεράστια διλήμματα για το αν έπρεπε να θέλω πατρίδα μου και κράτος μου την Κύπρο ή όχι. Μια τεράστια σχιζοφρένεια ανάμεσα σε δύο ταυτότητες που δεν ταχτοποιούνται.
Στην ιστορία μου τη σχολική δεν συνάντησα ποτέ τους Τουρκοκύπριους ,το 18% του λαού, και ποτέ δεν έμαθα τη θέση που είχαν για τον αγώνα της ΕΟΚΑ ή γενικά αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν υπόσταση σε αυτό το ιστορικό γίγνεσθαι. Αντιθέτως σήμερα ακούω τις θέσεις των κομμάτων που εκπροσωπούν το 1%, το 3%, το 6% το 16% εκατό φορές την ώρα.
Τι παιχνίδι παίχτηκε από το 60 ως το 74; Γιατί επιμελώς τα προσπερνούμε και φτάνουμε στην εισβολή του 74. Η σκοτεινή περίοδος της ανωμαλίας πριν το πραξικόπημα δεν διδάσκεται στα σχολεία. Πώς διάβολο φτάσαμε σε δολοφονίες, ενέδρες, ανταρσίες, θύλακες, παρανομίες. Ποιοι κινούσαν τα νήματα προς τα που, τι ρόλο έπαιξαν οι διάφοροι νόμιμοι και παράνομοι κύκλοι…..Αυτά ποτέ δε συζητήθηκαν σε σχολικές αίθουσες . Για το καλό μας μη συγχυστούμε, μη χάσει το μάθημα το «Σκοπό του».
Η δική μου ιστορία.
Δεν ξέρω αν καταφέρει να γραφτεί ποτέ η ιστορία αυτού του τόσο μικρού τόπου. Άλλοι μιλούν για παραχάραξη εγώ μιλώ για χάραξη. Αυτό που διδάσκεται δεν είναι ιστορία. Είναι απολογία, είναι η συλλογική μας ματαιοδοξία και ιστορική φιλαρέσκεια. Η ιστορία πρέπει να είναι κάτι ζωντανό που διεγείρει την κριτική σκέψη, σε προβληματίζει σε κάνει να διερωτάσαι . Να μπεις «στα παπούτσια των άλλων», να δεις τα πράγματα στη διαλεκτική τους, στις αντιθέσεις τους, στην ιστορικότητα τους.
Ο παππούς μου ήταν μεταλλωρύχος στον Αμίαντο. Πέθανε πληρώνοντας και το ανάλογο τίμημα, από πνευμοκονίαση. Ήταν από τα ιδρυτικά συνδικαλιστικά στελέχη του μεταλλείου. Για τους συνδικαλιστικούς του αγώνες έφαγε ξύλο, φυλακίστηκε, διώχθηκε από τη δουλειά σε μια εποχή που κάτι τέτοιο σήμαινε να καταδικάσεις τον εαυτό σου και την οικογένεια σου σε φτώχεια και μιζέρια. Για τους πολύχρονους αγώνες που έκαναν, για τα εργατικά δικαιώματα που κέρδιζαν σπυρί σπυρί με αίμα και θυσίες ποτέ δε διδάχθηκα στην Ιστορία. Οι εργατικοί αγώνες, οι διαδηλώσεις, οι απεργίες, οι αγώνες του ψωμιού και της ζωής δεν είναι άξιοι λόγου για να κερδίσουν θέση στο ένδοξο βιβλίο της Ιστορίας. Η Ιστορία μας είναι Ιστορία της ΕΛΙΤ, των σαλονιών, των πολέμων. Πώς να χωρέσουν τα συνδικάτα, οι συνεργατισμοί, ο καθημερινός αγώνας των εργατών, των υπαλλήλων, των αγροτών για καλύτερη ζωή. Εξάλλου αυτά πως να τα γιορτάσεις πάνω σε σκηνή. Χωρίς αίμα και σημαίες πως να νιώσουμε ανάταση .
Στο πραξικόπημα στην Κύπρο ήμουν πολύ μικρή, ξεκινούσα το δημοτικό . Αρκετά μεγάλη όμως ευτυχώς για να θυμάμαι γεγονότα και πρόσωπα!!!! Ο πατέρας μου πήρε όλα του τα έγγραφα, βιβλία και τα έκαψε σε ένα βαρέλι που είχαμε στην αυλή. Ο παππούς μου και οι θείοι μου συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν με στρατιωτικά οχήματα κάπου στις Πλάτρες όπου κρατήθηκαν ανακρίθηκαν, κτυπήθηκαν βάναυσα …….Μέσα από τις γρίλιες των κίτρινων ξύλινων μας παραθυριών (ήμασταν κέρφιου) παρακολουθούσα τα γεγονότα της γειτονιάς και τα κατέγραφα λεπτό προς λεπτό. Η γειτονιά αντίκρυ πανηγύριζε. Κρέμασαν Ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια τους. Μάλλον για αυτό αναστατώνομαι όταν βλέπω την γαλανόλευκη να κυματίζει στις ταράτσες σπιτιών, σε μένα ξυπνά συναισθήματα κινδύνου. Μια γριά ηλικιωμένη, πολύ ενθουσιασμένη και πολύ θρήσκα /χατζιήνα 7 φορές/ έλεγε στα «παλικάρια» με στολές παραλλαγής και με αυτόματα όπλα στον ώμο «Εβάλαμε τους Κάτω!!!. Να φαν ψουμί τα παιδκιά μας». Ποιούς εννοούσε εβάλαντους κάτω και για ποιο λόγο. Ξέρω αυτά τα άτομα. Είναι γείτονες, χωριανοί, έχουν όνομα. Έκαμαν έρευνες στα σπίτια μας, μας απαγόρευσαν να κυκλοφορούμε, μας κτύπησαν, γέμισαν εφιάλτες τα όνειρα μας….απειλούσαν να μας σκοτώσουν και είμαι σίγουρη πως θα το έκαναν….αν δεν τους διέκοπταν!
Οι γονείς μου ήταν άτομα δυστυχώς πολιτικοποιημένα. Αμέσως μετά την εισβολή με πήραν σε μια διαδήλωση στη Λεμεσό, για να απαιτήσουμε να επιστρέψει ο νόμιμος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Μακάριος. Δεν προλάβαμε να κατεβούμε από το αυτοκίνητο όταν μπροστά στα μάτια μου, πίσω από ένα άσπρο Βαν, ένοπλοι, οχυρωμένοι μέσα στην εκκλησία της Καθολικής πυροβόλησαν και σκότωσαν ένα άνθρωπο!!!! Ήταν πρόσφυγας, οδηγός λεωφορείου, προσωρινά διέμενε στη Λάνια όπως έγραψαν οι εφημερίδες. Θα μπορούσε να ήμουν εγώ ή η μάνα μου το θύμα εκείνης της μέρας.
Κουβαλάμε ένα κούφιο, στείρο, στρυφνό πατριωτισμό. Πολλά τα ταμπού, μεγάλη η μικροψυχία μας. Συνηθίσαμε να μυξοκλαίουμε δακτυλοδείχνοντας τους εχθρούς. Ζούμε περιμένοντας τους βαρβάρους. Η αυτοσυνείδηση ενός ατόμου, ενός λαού είναι η αρχική προϋπόθεση της ωριμότητας του και το βασικότερο του όπλο για δικαίωση και ευημερία.
Ονειρεύομαι το μάθημα της ιστορίας που θα πληροφορεί, θα προβληματίζει, θα ομολογεί τις αδικίες δικές μας ή ξένες. Να εξηγά και να ερμηνεύει τα γεγονότα στην αλληλουχία τους, να τα δικαιολογεί και να τα κρίνει στο ιστορικό τους πλαίσιο.
Ονειρεύομαι μια ιστορία ανθρώπινη, χωρίς υπερβολές και εξωραϊσμούς που θα περιγράφει και θα αναλύει όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής των ανθρώπων με αντικειμενικότητα χωρίς εγωπάθεια και προγονολατρεία. Μέσα από την ιστορία τα παιδιά μας να μπορούν να κοιτάξουν κατάματα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Δυνατοί και αισιόδοξοι χωρίς την ανάγκη για συλλογικούς εθνικούς μύθους, χωρίς κόμπλεξ ανωτερότητας ή κατωτερότητας.
Ονειρεύομαι μια ιστορία χωρίς φτιασίδια, χωρίς κενά, ταπεινή, με σεβασμό στα όσα συλλογικά σαν λαός ή έθνος πράξαμε, καλά ή κακά, έτοιμη να δει και να χειριστεί την αλήθεια. Πάνω στην οποία να στηριχτούμε για να δημιουργήσουμε το ιστορικό μας μέλλον.
Ωσότου αυτή η ιστορία γραφτεί και μπει στα σχολεία μας επιτρέψετε μου να κρατήσω τη δική μου ιστορία.
Μαρία Σουτζιή Αντρέου
Εκπαιδευτικός