Πηγή : Εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
www.philenews.com

Ένας από τους στόχους που καθόρισαν οι υπουργοί Παιδείας της ΕΕ, στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», είναι να μειωθεί κάτω από 15% το ποσοστό των δεκαπεντάχρονων μαθητών με δυσκολίες στην ανάγνωση, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες, μέσα στην επόμενη οκταετία. Αν ο στόχος αυτός επιτευχθεί, τότε σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εμπειρογνωμόνων για τα Οικονομικά της Εκπαίδευσης (ΕΕΝΕΕ) θα οδηγήσει στη μακροπρόθεσμη αύξηση των ετήσιων ποσοστών ανάπτυξης και σε συνολικό κέρδος 21 τρισεκατομμυρίων ευρώ με τη σημερινή αξία (!).
Τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται σε έκθεση με θέμα «Αποτελεσματικές επενδύσεις στην εκπαίδευση και την κατάρτιση σε περίοδο κρίσης» η οποία παρουσιάστηκε σε πρόσφατη σύνοδο των Ευρωπαίων Υπουργών Παιδείας.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εισαγωγή της έρευνας: «Η τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση και κρίση δημόσιου χρέους έχει δραματικές επιπτώσεις στις δημόσιες δαπάνες σε ολόκληρη την ΕΕ και σε πολλά κράτη μέλη ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης καθώς και στην ανάπτυξή τους». Τονίζεται, ωστόσο, ότι οι συνέπειες των επενδύσεων στην εκπαίδευση είναι θετικές και εκτός από το πιο πάνω παράδειγμα, σημειώνεται ακόμα πως τα οφέλη των εκπαιδευτικών πολιτικών είναι μεγαλύτερα στα πρώιμα στάδια – δηλαδή σε επίπεδο προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αναφέρονται δε και τα εξής: Το ιδιωτικό ποσοστό απόδοσης για άτομο που αποκτά ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εκτιμάται στο 11,4% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Το ποσοστό απόδοσης είναι επίσης υψηλό για τις επενδύσεις στην τριτοβάθμια και συγκεκριμένα 11,5% για τις γυναίκες και 12,4% για τους άντρες. Με απλά λόγια, σύμφωνα με την έκθεση, «η παιδεία εξακολουθεί να αποτελεί την καλύτερη ασφαλιστική δικλίδα κατά της ανεργίας και της φτώχειας».
Οι εμπειρογνώμονες υποδεικνύουν πως τέτοιου είδους επενδύσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αποδοτικές και συνδεδεμένες με μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης και στη βελτίωση των αποτελεσμάτων.
ΕΕΝΝΕ
Μείωση κάτω από 15% το ποσοστό των δεκαπεντάχρονων μαθητών με δυσκολίες στην ανάγνωση, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες, μέσα στην επόμενη οκταετία, θα οδηγήσει σε συνολικό κέρδος €21 τρισεκατομμυρίων 
 
Ο αντίκτυπος της κρίσης
Στα περισσότερα κράτη μέλη η οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα το πάγωμα, ή ακόμα και τη μείωση, των δημόσιων επενδύσεων στην εκπαίδευση. Ταυτόχρονα τα κράτη μέλη αναγκάστηκαν να καθορίσουν νέες προτεραιότητες. Βάσει της έκθεσης που παρουσιάστηκε στη σύνοδο των Υπουργών Παιδείας, οι περικοπές επηρέασαν ιδιαίτερα όχι μόνο το εκπαιδευτικό και διοικητικό προσωπικό, αλλά και τα ιδρύματα και τις υποδομές, σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Οι τομείς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης επηρεάστηκαν περισσότερο, δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις, αντιμέτωπες με την υψηλή ανεργία, τείνουν να δίνουν προτεραιότητα στην επαγγελματική και συνεχή εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς και στην ανώτατη εκπαίδευση. Μέρος της μείωσης του κόστους της σχολικής εκπαίδευσης μπορεί να αποδοθεί στη δημογραφική αλλαγή, δηλαδή στον μειωμένο αριθμό μαθητών που εγγράφονται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από την άλλη μεριά, υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση για εκπαίδευση μετά την υποχρεωτική βαθμίδα, ιδιαίτερα στον τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. 


ΣΕ ΟΛΑτα κράτη μέλη, το βασικότερο ερώτημα για τους φορείς χάραξης πολιτικής μοιάζει να είναι το εξής: Πώς μπορεί να βελτιωθεί η αποδοτικότητα των επενδύσεων στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, με την παράλληλη αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους σε ό,τι αφορά την ποιότητα και τα αποτελέσματα;
Η έρευνα υποστηρίζει ότι υπάρχουν αξιόπιστες εμπειρικές αποδείξεις ότι οι επενδύσεις πρέπει να συνοδεύονται από αύξηση της ποιότητας, επισημαίνοντας πως η απλή παροχή περισσότερης χρηματοδότησης δεν συνεπάγεται απαραίτητα υψηλότερες επιδόσεις των σπουδαστών.
Την θέση αυτή, όπως αναφέρει, επιβεβαιώνουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα παραδείγματα:
1 Οι επιδόσεις των μαθητών επηρεάζονται από τα κίνητρα προς όσους έχουν άμεση συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα και από το θεσμικό πλαίσιο: ο καθορισμός σαφών προτύπων και η εξασφάλιση της υποχρέωσης λογοδοσίας και της αυτονομίας θεωρούνται επωφελή στοιχεία για την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης. 
 
2 Επίσης, η προώθηση των επιλογών και του ανταγωνισμού όσον αφορά τα σχολεία μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της ποιότητας.
3 Αντιθέτως, υπάρχουν λίγα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το μέγεθος της τάξης είναι αποφασιστικός παράγοντας όσον αφορά τα επιτεύγματα των μαθητών.
4Οι μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους δασκάλους σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα μέσα στην τάξη δείχνουν ότι η ποιότητα των δασκάλων είναι εξαιρετικά σημαντική. Συνεπώς οι επενδύσεις στην αρχική κατάρτιση και τη διαρκή επιμόρφωση του προσωπικού μπορούν να οδηγήσουν σε υψηλά ποσοστά απόδοσης και οφέλη από άποψη ποιότητας.
5 Τα οικονομικά κίνητρα μπορούν να τονώσουν τη συμμετοχή στην εκπαίδευση μετά την υποχρεωτική βαθμίδα και στην κατάρτιση. Τέτοιου τύπου κίνητρα, π.χ. η έκπτωση από τον φόρο εισοδήματος ή οι αποδείξεις κατάρτισης, μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τα ποσοστά συμμετοχής, αλλά χρησιμοποιούνται κατά ένα μέρος από άτομα που θα συμμετείχαν ούτως ή άλλως στην κατάρτιση και όχι από όσους έχουν περισσότερη ανάγκη υποστήριξης . Προκειμένου να είναι αποτελεσματικά, τέτοιου είδους κίνητρα πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα για τη μείωση των μη οικονομικών φραγμών στη συμμετοχή στη μάθηση (δηλαδή της άγνοιας όσον αφορά τα προσφερόμενα προγράμματα, των χρονικών περιορισμών, της έλλειψης συνάφειας της εκπαίδευσης και της κατάρτισης με τις ανάγκες των μαθητών κ.λπ.).
6 Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα την ανώτατη εκπαίδευση, υπάρχει σημαντική ανάγκη συνεισφορών από πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης. Σε αυτές θα μπορούσαν για παράδειγμα να συμπεριληφθούν: η υποστήριξη από άλλους δημόσιους οργανισμούς, η υποστήριξη από μεγάλες επιχειρήσεις, η συμμετοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων, φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και επαγγελματικών ενώσεων, τα έσοδα των πανεπιστημίων από κληροδοτήματα, η άντληση πανεπιστημιακών κεφαλαίων από αποφοίτους και εθελοντές υποστηρικτές.