Πηγή : www.sigmalive.com

Την εκτίμηση ότι οι εμφανείς δυσμενείς επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην κυπριακή οικονομία δεν έχουν επηρεάσει αισθητά τον τομέα της Παιδείας, διατύπωσε ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού Γιώργος Δημοσθένους, ο οποίος υπέδειξε ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, την περίοδο δηλαδή της κρίσης, οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ως ποσοστό του ΑΕΠ και του προϋπολογισμού αυξήθηκαν από το 7,1% το 2007 στο 8,1% για το 2010.
Σε χαιρετισμό του στην ημερίδα με θέμα «Ο ρόλος της εκπαίδευσης στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον» που διοργάνωσαν στη Λευκωσία η Κίνηση Καθηγητών «Αλλαγή», ο Σύνδεσμος Οικονομολόγων Καθηγητών Κύπρου και το International Institute of Management, ο Υπουργός Παιδείας τόνισε πως με βάση αυτά τα επίσημα δεδομένα η Κύπρος είναι η χώρα με τις υψηλότερες δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παραδέχτηκε ωστόσο ότι τα αποτελέσματα, όπως τουλάχιστον τα παρουσιάζουν οι διεθνείς έρευνες, δεν αντιστοιχούν και δεν αντανακλούν τις επενδύσεις που γίνονται στην εκπαίδευση, καθώς «όπως είναι γνωστό, η Κύπρος κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών μελών της ΕΕ στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στη γλώσσα».
Ο Υπουργός Παιδείας ανέφερε ότι αυτή η αρνητική κατάσταση πρέπει να αλλάξει χωρίς χρονοτριβή, υποδεικνύοντας πως προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
«Μια μεταρρύθμιση», όπως είπε, «απαραίτητη για να διασφαλίσουμε μακροπρόθεσμα τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, θέτοντας τα θεμέλια της μακροπρόθεσμης ευημερίας της Κύπρου».
Εξήγησε δε ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν αποτελούν ευχολόγια αλλά στηρίζονται σε μελέτες και ερευνητικά δεδομένα που είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, οι οποίες είχαν ως στόχο να διερευνήσουν το ρόλο της εκπαίδευσης στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον και στις οποίες αποτυπώνεται το μέγεθος της απώλειας που συνεπάγεται για την οικονομία μιας χώρας η έλλειψη ή η παρεμπόδιση σχετικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, και, αντίθετα, τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που φέρνει η μεταρρύθμιση.
Ο κ. Δημοσθένους αναφέρθηκε συγκεκριμένα, στην έκθεση «Το κόστος των χαμηλών εκπαιδευτικών επιδόσεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση» που ετοιμάστηκε, με ανάθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εμπειρογνωμόνων για τα Οικονομικά της Εκπαίδευσης με υπεύθυνους τους καθηγητές Hanushek και Woessmann από τα Πανεπιστήμια του Stanford και Μόναχο αντίστοιχα, στην οποία υπολογίζονται τα οφέλη που θα είχε μια σύγχρονη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών για τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Οπως είπε, τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση δείχνουν ότι η επίτευξη του στόχου αναφοράς της ΕΕ για το 2020 όσον αφορά τις δεξιότητες ανάγνωσης, μαθηματικών και φυσικών επιστημών των παιδιών ηλικίας 15 χρονών θα οδηγήσει στη μακροπρόθεσμη αύξηση των ετήσιων ποσοστών ανάπτυξης κατά 0,23% και σε συνολικό κέρδος 21 τρισ. ευρώ με τη σημερινή αξία.
Οπως πρόσθεσε, η έκθεση περιλαμβάνει για πρώτη φορά και σχετικές εκτιμήσεις και τέσσερα σενάρια για την Κύπρο, εξηγώντας πως μέχρι σήμερα αυτό δεν ήταν δυνατόν, καθώς η Κύπρος – εξαιτίας των αντιρρήσεων της Τουρκίας – δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην έρευνα PISA.
Ο Υπουργός Παιδείας τόνισε ότι όλα τα σενάρια είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά σε ό,τι αφορά τις προοπτικές της Κύπρου. «Στο πρώτο και πιο συντηρητικό εκτιμάται το όφελος στην περίπτωση που η Κύπρος ανεβεί κατά 25 μονάδες στην PISA: τότε, η επόμενη γενιά θα έχει στη ζωή της συνολικά 49 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα. Σύμφωνα δε με το τέταρτο σενάριο, προβλέπεται η αύξηση του ακαθάριστου προϊόντος κατά 1770% ή 323 δισεκατομμύρια περισσότερο, εάν η Κύπρος φτάσει τις σημερινές επιδόσεις της εκπαίδευσης της Φινλανδίας» σημείωσε.
Εκφράζοντας τέλος τη βεβαιότητα ότι η σταδιακή βελτίωση των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων είναι απολύτως εφικτός στόχος για την Κύπρο, με την προϋπόθεση ότι θα δεν θα υπάρχουν καθυστερήσεις και εκπτώσεις στη μεταρρύθμιση που εφαρμόζεται με στόχο τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, ο Υπουργός Παιδείας υπογράμμισε πως για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος «η εκπαίδευση πρέπει να μείνει έξω από όλες εκείνες τις συγκυριακές αντιπαραθέσεις που έλκουν την καταγωγή τους από άλλα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, και εμποδίζουν τον αναγκαίο επιστημονικό και νηφάλιο διάλογο».