[1]. Με άλλα λόγια, είναι ευρέως αποδεκτό ότι το σχολείο μπορεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο για την υπέρβαση των όποιων διαιρετικών στοιχείων˙ τοπικιστικών, εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, ταξικών κ.ά.
Είναι γι΄ αυτούς τους λόγους λοιπόν, που κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική η αξιολόγηση της αποδοχής του διαφορετικού «άλλου» από τους κύπριους μαθητές, καθώς και ο εντοπισμός των παραγόντων που την επηρεάζουν. Αυτός ήταν και ο στόχος της έρευνας που διενεργήθηκε σε Δημοτικό Σχολείο της Λεμεσού το Νοέμβριο του 2008, με πρωτοβουλία του διδακτικού προσωπικού του σχολείου.
Η συλλογή των δεδομένων της συγκεκριμένης έρευνας βασίστηκε εξ ολοκλήρου στη συμπλήρωση ειδικά καταρτισμένου ερωτηματολογίου. Η τελική μορφή του ερωτηματολογίου περιλάμβανε τρία μέρη. Το τρίτο και σημαντικότερο μέρος, περιείχε πέντε φωτογραφίες στις οποίες παρουσιάζονταν ομάδες παιδιών διαφορετικών φυλών, εθνικοτήτων και σωματικών ή διανοητικών ικανοτήτων. Για την ανίχνευση των στάσεων των μαθητών προς τις ομάδες αυτές, χρησιμοποιήθηκε η Κλίμακα Προτιθέμενης Συμπεριφοράς
[2] (Behavioural Intention Scale: BIS), η οποία περιλαμβάνει 10 δηλώσεις που περιγράφουν οικείες πτυχές φιλικών συμπεριφορών της παιδικής ηλικίας (π.χ. «Θα πήγαινα κοντά του/της για να του πω γεια», «Θα έπαιζα μαζί του/της το διάλειμμα», «Θα μοιραζόμουν ένα μυστικό μαζί του/της»). η ηη
Για την καταγραφή των αποτελεσμάτων των πιο πάνω ερωτήσεων του ερωτηματολογίου χρησιμοποιήθηκε κλίμακα Likert από το 1 μέχρι το 4, όπου το 1 αντιστοιχούσε στο «όχι» το 2 στο «μάλλον όχι», το 3 στο «μάλλον ναι» και το 4 στο «ναι».
Στο πιο κάτω σχήμα παρουσιάζονται συνοπτικά τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της έρευνας.
Παρατηρώντας το πιο πάνω σχήμα βλέπουμε ότι οι μέσοι όροι των παραγόντων που σχετίζονται με την αποδοχή των μουσουλμάνων, των Σριλανκέζων και των Τούρκων είναι κάτω από το 2,5 (mean score: 2,45 – 1,91), με αποκορύφωμα το μέσο όρο του παράγοντα «Αποδοχή Τούρκων» που είναι 1,91. Ο μέσος όρος των άλλων δύο παραγόντων («Αποδοχή Αφρικανών» και «Αποδοχή παιδιών με ειδικές ανάγκες») είναι οριακά πάνω από το 2,5 (mean score: 2,54 και 2,8 αντίστοιχα).
Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ένας σημαντικός αριθμός παιδιών που έλαβαν μέρος στην έρευνα (περίπου 7 στα 10 παιδιά) φαίνεται να μην είναι σε θέση να «προσφέρουν κάποιο χώρο μέσα τους, που να μπορεί να συγκατοικεί ή να φιλοξενείται ο άλλος». Ιδιαίτερη αναφορά κάνουμε στο βαθμό αποδοχής των Τούρκων, που ακόμα και στην περίπτωση των παιδιών με ψηλή αποδοχή του «άλλου», εμφανίζεται ιδιαίτερα χαμηλός.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής αν και δεν μπορούν να γενικευτούν στον πληθυσμό όλων των παιδιών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, στέλλουν μηνύματα προς πολλές κατευθύνσεις, την ώρα μάλιστα που ένας από τους στόχους υπό έμφαση της τρέχουσας σχολική χρονιάς είναι η «καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με στόχο την απαλλαγή από την κατοχή και την επανένωση της πατρίδας και του λαού μας».
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη όπως όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (προσωπικό σχολικών μονάδων, γονείς, κοινότητες, δήμοι, πολιτεία κ.ά.) αποδεχτούν σε ένα πρώτο στάδιο την πολυπολιτισµική πραγματικότητα. Κατ’ επέκταση, σε ένα δεύτερο στάδιο, όλα τα μέρη θα πρέπει να συνεργαστούν για να προωθήσουν δραστηριότητες, που θα προάγουν την ανάπτυξη κριτικού πνεύματος και κατ΄ επέκταση το διαπολιτισμικό διάλογο, την πολυπολιτισμική κατανόηση και συνεργασία, όπως και την αποδοχή της γλωσσικής, της φυλετικής αλλά και της θρησκευτικής διαφορετικότητας.
Λάμπρος Στεφάνου
Μέλος Κεντρικής Γραμματείας Προοδευτικής Κίνησης Δασκάλων και Νηπιαγωγών -Λεμεσός
[1] Βλ. D. L. Adams και M. Ebbeck, «The Early Years and the Development of Tolerance», International Journal of Early Years Education, 5, 2, (1997), 101 – 106.
[2] Η κλίμακα αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους Roberts και Lindsell (1997) και στηρίχθηκε στο πεδίο φιλίας της Κλίμακας Διαπροσωπικών Αντιλήψεων (Selman, 1980), στους C. M. Roberts και J. S. Lindsell, «Children’s attitudes and behavioural intentions toward peers with disabilities», International Journal of Disability, Development and Education, 44, (1997), 133–145.