Στη Διακήρυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Ανεκτικότητα επισημαίνεται ότι «νέες εθνικές, κοινωνικές και θρησκευτικές εντάσεις απειλούν την ειρηνική οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου». Επανεμφανίζονται, δυστυχώς, στις μέρες μας κοινωνικές παθολογίες που θεωρούνταν ξεπερασμένες, όπως εθνικισμοί, ξενοφοβίες, ρατσισμοί ποικίλων μορφών, θρησκευτικοί φανατισμοί, φασιστικές νοοτροπίες και πρακτικές.

Κι ενώ ο ΟΗΕ επισημαίνει τα πιο πάνω, είναι κοινή διαπίστωση πως η κυπριακή κοινωνία, η οποία μέχρι πρόσφατα χαρακτηριζόταν από μια σχετικά ομοιογενή σύνθεση του πληθυσμού της με ελληνορθόδοξα κυρίως στοιχεία, την τελευταία δεκαετία έχει βιώσει έντονες δημογραφικές διαφοροποιήσεις λόγω της μαζικής έλευσης και εγκατάστασης αλλοδαπών. Ο φαύλος κύκλος της οικονομικής ανέχειας αλλά και της πολιτικής αστάθειας σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας, έχουν οδηγήσει σε αθρόα μετανάστευση µε αποτέλεσμα την ύπαρξη μιας πολυπολιτισµικής Ευρώπης. Τόσο ο κυπριακός όσο και ο ευρύτερος ευρωπαϊκός χώρος είναι σήμερα γλωσσικά, φυλετικά και θρησκευτικά πολυπολιτισμικός.

Επιπλέον, η Κύπρος του κλειστού αγροτικού πολιτισμού, ο οποίος χαρακτηριζόταν από σταθερότητα θεσμών και αξιών, έχει εισέλθει στον ανοικτό βιομηχανικό και μεταβιομηχανικό πολιτισμό των πόλεων, σε γενική κρίση αξιών και στην παθητική υιοθέτηση ξένων προτύπων ζωής. Άρχουσα ιδεολογία στη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία είναι αυτή του ωφελιμισμού, του «homo economicus» και της «εργαλειακής» γνώσης. Προς την κατεύθυνση αυτή συντείνει και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού σύμφωνα με το Στρατηγικό Στόχο της Λισσαβόνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να καταστεί η πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομική οντότητα στον κόσμο, βασισμένη στην κοινωνία της γνώσης, ικανή για συνεχή οικονομική ανάπτυξη, με περισσότερα και καλύτερα επαγγέλματα.

Παράλληλα, το εθνικό πρόβλημα της Κύπρου, έχει περιέλθει σε μια πρωτόγνωρη φάση μετά από τη διάνοιξη σημείων διέλευσης κατά μήκος της γραμμής αντιπαράταξης. Μετά από τα γεγονότα του 1974 είναι η πρώτη φορά που οι ελληνοκύπριοι έρχονται σε άμεση επαφή με τουρκοκύπριους, με έποικους από την Τουρκία και με Τούρκους στρατιώτες.

Με άλλα λόγια, κρίνεται επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε, η ανοικοδόμηση του κόσμου με τρόπο που να μπορεί να συνυπάρχει το διαφορετικό με το οικείο. Αν και δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε τον κόσμο από την αρχή, η ειρηνική οικοδόμηση του κόσμου μπορεί να ξεκινήσει από τα παιδιά του σήμερα. Η διακήρυξη του ΟΗΕ για το 1995 – Έτος Ανεκτικότητας περιλαμβάνει τη δήλωση ότι «κάθε άτομο πρέπει να δέχεται σε όσο το δυνατό μικρότερη ηλικία το είδος της πνευματικής μόρφωσης που θα αποτελέσει τη βάση για ελεύθερη, αγνή και υπεύθυνη κριτική στάση»
[1]. Με άλλα λόγια, είναι ευρέως αποδεκτό ότι το σχολείο μπορεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο για την υπέρβαση των όποιων διαιρετικών στοιχείων˙ τοπικιστικών, εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, ταξικών κ.ά.

Είναι γι΄ αυτούς τους λόγους λοιπόν, που κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική η αξιολόγηση της αποδοχής του διαφορετικού «άλλου» από τους κύπριους μαθητές, καθώς και ο εντοπισμός των παραγόντων που την επηρεάζουν. Αυτός ήταν και ο στόχος της έρευνας που διενεργήθηκε σε Δημοτικό Σχολείο της Λεμεσού το Νοέμβριο του 2008, με πρωτοβουλία του διδακτικού προσωπικού του σχολείου.

Η συλλογή των δεδομένων της συγκεκριμένης έρευνας βασίστηκε εξ ολοκλήρου στη συμπλήρωση ειδικά καταρτισμένου ερωτηματολογίου. Η τελική μορφή του ερωτηματολογίου περιλάμβανε τρία μέρη. Το τρίτο και σημαντικότερο μέρος, περιείχε πέντε φωτογραφίες στις οποίες παρουσιάζονταν ομάδες παιδιών διαφορετικών φυλών, εθνικοτήτων και σωματικών ή διανοητικών ικανοτήτων. Για την ανίχνευση των στάσεων των μαθητών προς τις ομάδες αυτές, χρησιμοποιήθηκε η Κλίμακα Προτιθέμενης Συμπεριφοράς[2] (Behavioural Intention Scale: BIS), η οποία περιλαμβάνει 10 δηλώσεις που περιγράφουν οικείες πτυχές φιλικών συμπεριφορών της παιδικής ηλικίας (π.χ. «Θα πήγαινα κοντά του/της για να του πω γεια», «Θα έπαιζα μαζί του/της το διάλειμμα», «Θα μοιραζόμουν ένα μυστικό μαζί του/της»). η ηη
Για την καταγραφή των αποτελεσμάτων των πιο πάνω ερωτήσεων του ερωτηματολογίου χρησιμοποιήθηκε κλίμακα Likert από το 1 μέχρι το 4, όπου το 1 αντιστοιχούσε στο «όχι» το 2 στο «μάλλον όχι», το 3 στο «μάλλον ναι» και το 4 στο «ναι».

Στο πιο κάτω σχήμα παρουσιάζονται συνοπτικά τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της έρευνας.

Παρατηρώντας το πιο πάνω σχήμα βλέπουμε ότι οι μέσοι όροι των παραγόντων που σχετίζονται με την αποδοχή των μουσουλμάνων, των Σριλανκέζων και των Τούρκων είναι κάτω από το 2,5 (mean score: 2,45 – 1,91), με αποκορύφωμα το μέσο όρο του παράγοντα «Αποδοχή Τούρκων» που είναι 1,91. Ο μέσος όρος των άλλων δύο παραγόντων («Αποδοχή Αφρικανών» και «Αποδοχή παιδιών με ειδικές ανάγκες») είναι οριακά πάνω από το 2,5 (mean score: 2,54 και 2,8 αντίστοιχα).

Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ένας σημαντικός αριθμός παιδιών που έλαβαν μέρος στην έρευνα (περίπου 7 στα 10 παιδιά) φαίνεται να μην είναι σε θέση να «προσφέρουν κάποιο χώρο μέσα τους, που να μπορεί να συγκατοικεί ή να φιλοξενείται ο άλλος». Ιδιαίτερη αναφορά κάνουμε στο βαθμό αποδοχής των Τούρκων, που ακόμα και στην περίπτωση των παιδιών με ψηλή αποδοχή του «άλλου», εμφανίζεται ιδιαίτερα χαμηλός.

Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής αν και δεν μπορούν να γενικευτούν στον πληθυσμό όλων των παιδιών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, στέλλουν μηνύματα προς πολλές κατευθύνσεις, την ώρα μάλιστα που ένας από τους στόχους υπό έμφαση της τρέχουσας σχολική χρονιάς είναι η «καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με στόχο την απαλλαγή από την κατοχή και την επανένωση της πατρίδας και του λαού μας».
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη όπως όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (προσωπικό σχολικών μονάδων, γονείς, κοινότητες, δήμοι, πολιτεία κ.ά.) αποδεχτούν σε ένα πρώτο στάδιο την πολυπολιτισµική πραγματικότητα. Κατ’ επέκταση, σε ένα δεύτερο στάδιο, όλα τα μέρη θα πρέπει να συνεργαστούν για να προωθήσουν δραστηριότητες, που θα προάγουν την ανάπτυξη κριτικού πνεύματος και κατ΄ επέκταση το διαπολιτισμικό διάλογο, την πολυπολιτισμική κατανόηση και συνεργασία, όπως και την αποδοχή της γλωσσικής, της φυλετικής αλλά και της θρησκευτικής διαφορετικότητας.

Λάμπρος Στεφάνου

Μέλος Κεντρικής Γραμματείας Προοδευτικής Κίνησης Δασκάλων και Νηπιαγωγών -Λεμεσός

[1] Βλ. D. L. Adams και M. Ebbeck, «The Early Years and the Development of Tolerance», International Journal of Early Years Education, 5, 2, (1997), 101 – 106.
[2] Η κλίμακα αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους Roberts και Lindsell (1997) και στηρίχθηκε στο πεδίο φιλίας της Κλίμακας Διαπροσωπικών Αντιλήψεων (Selman, 1980), στους C. M. Roberts και J. S. Lindsell, «Children’s attitudes and behavioural intentions toward peers with disabilities», International Journal of Disability, Development and Education, 44, (1997), 133–145.