Στη Διακήρυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την Ανεκτικότητα επισημαίνεται ότι «νέες εθνικές, κοινωνικές και θρησκευτικές εντάσεις απειλούν την ειρηνική οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου». Επανεμφανίζονται, δυστυχώς, στις μέρες μας κοινωνικές παθολογίες που θεωρούνταν ξεπερασμένες, όπως εθνικισμοί, ξενοφοβίες, ρατσισμοί ποικίλων μορφών, θρησκευτικοί φανατισμοί, φασιστικές νοοτροπίες και πρακτικές. Είναι γι΄ αυτούς τους λόγους λοιπόν, που κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική η αξιολόγηση της αποδοχής του διαφορετικού «άλλου» από τους κύπριους μαθητές, καθώς και ο εντοπισμός των παραγόντων που την επηρεάζουν. Αυτός ήταν και ο στόχος της έρευνας που διενεργήθηκε σε Δημοτικό Σχολείο της Λεμεσού το Νοέμβριο του 2008, με πρωτοβουλία του διδακτικού προσωπικού του σχολείου.
Για την καταγραφή των αποτελεσμάτων των πιο πάνω ερωτήσεων του ερωτηματολογίου χρησιμοποιήθηκε κλίμακα Likert από το 1 μέχρι το 4, όπου το 1 αντιστοιχούσε στο «όχι» το 2 στο «μάλλον όχι», το 3 στο «μάλλον ναι» και το 4 στο «ναι».

Παρατηρώντας το πιο πάνω σχήμα βλέπουμε ότι οι μέσοι όροι των παραγόντων που σχετίζονται με την αποδοχή των μουσουλμάνων, των Σριλανκέζων και των Τούρκων είναι κάτω από το 2,5 (mean score: 2,45 – 1,91), με αποκορύφωμα το μέσο όρο του παράγοντα «Αποδοχή Τούρκων» που είναι 1,91. Ο μέσος όρος των άλλων δύο παραγόντων («Αποδοχή Αφρικανών» και «Αποδοχή παιδιών με ειδικές ανάγκες») είναι οριακά πάνω από το 2,5 (mean score: 2,54 και 2,8 αντίστοιχα).
Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ένας σημαντικός αριθμός παιδιών που έλαβαν μέρος στην έρευνα (περίπου 7 στα 10 παιδιά) φαίνεται να μην είναι σε θέση να «προσφέρουν κάποιο χώρο μέσα τους, που να μπορεί να συγκατοικεί ή να φιλοξενείται ο άλλος». Ιδιαίτερη αναφορά κάνουμε στο βαθμό αποδοχής των Τούρκων, που ακόμα και στην περίπτωση των παιδιών με ψηλή αποδοχή του «άλλου», εμφανίζεται ιδιαίτερα χαμηλός.
Λάμπρος Στεφάνου
[1] Βλ. D. L. Adams και M. Ebbeck, «The Early Years and the Development of Tolerance», International Journal of Early Years Education, 5, 2, (1997), 101 – 106.
[2] Η κλίμακα αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους Roberts και Lindsell (1997) και στηρίχθηκε στο πεδίο φιλίας της Κλίμακας Διαπροσωπικών Αντιλήψεων (Selman, 1980), στους C. M. Roberts και J. S. Lindsell, «Children’s attitudes and behavioural intentions toward peers with disabilities», International Journal of Disability, Development and Education, 44, (1997), 133–145.